- προπόμπιος
- προ-πόμπιος, zur Begleitung od. zum Aufzuge gehörig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
προπόμπιος — ον, Α [προπομπός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προπομπή 2. αυτός που αποστέλλεται κάπου προηγουμένως, πριν από τους άλλους … Dictionary of Greek